μελίσσι

μελίσσι
Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Οικισμός (3 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χλμ. ΝΑ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 65 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίτσας. 4. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 909 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. 5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 983 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται σε απόσταση 34 χλμ. ΝΑ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γιαννιτσών.
* * *
το (Α μελίττιον, Μ μελίσσιον και μελίσσι και μελίσσιν) [μέλισσα]
σμήνος μελισσών, σμάρι
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα μελίσσια
τόπος στον οποίο είναι τοποθετημένες κυψέλες μελισσών
2. μτφ. πολλοί άνθρωποι συγκεντρωμένοι οι οποίοι κάνουν θόρυβο («μελίσσι μαζεύτηκε ο κόσμος»)
3. (γενικά) το πλήθος («για τών ιδεών τ' αρχοντικό μελίσσι», Παλαμ.)
νεοελλ.-μσν.
κυψέλη μελισσών
μσν.
κηρήθρα
αρχ.
1. μικρή μέλισσα, μελισσάκι, μελισσόπουλο
2. κυψελίδα τής κηρήθρας
3. στον πληθ. τὰ μελίττια
η κηρήθρα («ἐλάττω δ' ἐστὶ ταῡτα τῷ μεγέθει τῶν μελιττίων», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελίσσι — το ιού 1. σμήνος από μέλισσες, το σμάρι. 2. μτφ., πυκνό και μεγάλο πλήθος που δημιουργεί θόρυβο: Στην πλατεία μαζεύτηκε μελίσσι. 3. στον πληθ., τα μελίσσια το μέρος όπου είναι τοποθετημένες πολλές κυψέλες, οι μελισσώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλισσ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλισσα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg μέλισσαι , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl μέλισσε , μελίσσω pres imperat act 2nd sg μέλισσε , μελίσσω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) μέλισσαι , μελίζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλιττ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλιττα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg (attic) μέλιτται , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl (attic) μέλιττα , μέλιττα madhu lih fem nom/voc sg μέλιτται , μέλιττα madhu lih fem nom/voc pl μέλιττε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Giannitsa — Gemeindebezirk Giannitsa Δημοτική Ενότητα Γιαννιτσών (Γιαννιτσά) …   Deutsch Wikipedia

  • Ioannis Vilaras — (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in Kythera im… …   Deutsch Wikipedia

  • Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) …   Deutsch Wikipedia

  • Vilaras — Ioannis Vilaras (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in… …   Deutsch Wikipedia

  • ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… …   Dictionary of Greek

  • γλυκόβοος — η, ο αυτός που παράγει απαλή βοή («γλυκόβοο μελίσσι») …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”